- φαινοκυκλιδίνη
- η, Ν(φαρμ.) παραισθησιογόνο με αναισθητικές ιδιότητες, που χρησιμοποιήθηκε για ένα διάστημα ως αναισθητικό, ώσπου διαπιστώθηκαν οι επικίνδυνες παρενέργειές του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phencyclidine].
Dictionary of Greek. 2013.